- συνοικιστήρ
- συνοικ-ιστήρ, ῆρος, ὁ,A one who joins in peopling, fellow-colonist, Pi.O.6.6, Fr.186.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνοικιστήρ — one who joins in peopling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοικιστήρ — ῆρος, ὁ, Α ιδρυτής πόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικίζω + επίθημα τήρ (πρβλ. κομισ τήρ)] … Dictionary of Greek
συνοικιστῆρα — συνοικιστήρ one who joins in peopling masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοικιστής — ὁ, Α [συνοικίζω] συνοικιστήρ* … Dictionary of Greek